- πτυρτικός
- πτυρτικός, ή, όν,A timorous, Arist.Mir.846b35, Str.6.1.13, Eust.ad D.P.373.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτυρτικός — ή, όν, Α [πτύρομαι] αυτός που εύκολα τρομάζει, φοβιτσιάρης … Dictionary of Greek
πτυρτικούς — πτυρτικός timorous masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρτικός — ή, όν, Α ο πταρμικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντί πτυρτικός «αυτός που τρομάζει εύκολα» με επίδραση τού ρ. πτάρνυμαι] … Dictionary of Greek